- πορφυρόχροος
- πορφῠρό-χροος, [var] contr. -χρους, ουν,A purple-coloured, PHolm.22.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυρόχρους — ουν, ΝΑ, και πορφυρόχροος, η, ο / πορφυρόχροος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, που έχει το χρώμα τής πορφύρας, ο πορφυρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek